όρθρος

όρθρος
3722 ὄρθρος
{сущ., 3}
рассвет, раннее утро, утренняя заря (Лк. 24:1; Ин. 8:2; Деян. 5:21).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "όρθρος" в других словарях:

  • Ὄρθρος — the time just before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθρος — the time just before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… …   Dictionary of Greek

  • όρθρος — ο ο χρόνος λίγο πριν απ την αυγή, αλλ. χαράματα, χαραυγή: Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή... θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή (Γ. Σεφέρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὄρθρε — Ὄρθρος the time just before masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθρε — ὄρθρος the time just before masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρθροι — Ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθροι — ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρθροις — Ὄρθρος the time just before masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθροις — ὄρθρος the time just before masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρθρον — Ὄρθρος the time just before masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»